- ἀπαράδεκτος
- ἀπαράδεκτοςinadmissiblemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απαράδεκτος — κ. χτος, η, ο (Α ἀπαράδεκτος, ον) εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να παραδεχθεί, ο οποίος απορρίπτεται νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. 1. «το απαράδεκτο των ενεργειών του» η έλλειψη βάσης για να γίνουν αποδεκτές οι ενέργειες 2. μία από τις μορφές… … Dictionary of Greek
ἀπαράδεκτον — ἀπαράδεκτος inadmissible masc/fem acc sg ἀπαράδεκτος inadmissible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραδέκτου — ἀπαράδεκτος inadmissible masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραδέκτους — ἀπαράδεκτος inadmissible masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραδέκτων — ἀπαράδεκτος inadmissible masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαράδεκτα — ἀπαράδεκτος inadmissible neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαράδεκτοι — ἀπαράδεκτος inadmissible masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεγχώρητος — ἀνεγχώρητος, ον (Α) 1. εκείνος που είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί, ανέφικτος 2. απαράδεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εγχωρώ «καθιστώ δυνατόν, επιτρέπω»] … Dictionary of Greek
ανεπίδεκτος — η, ο (Α ἀνεπίδεκτος, ον) εκείνος που δεν είναι επιδεκτικός σε κάτι, που είναι ανίκανος να δεχθεί κάτι αρχ. απαράδεκτος, ανάρμοστος … Dictionary of Greek
απρόσδεκτος — ἀπρόσδεκτος, ον [προσδέχομαι] 1. ο ανεπιθύμητος 2. ο απαράδεκτος … Dictionary of Greek